βρεφοκομικός

βρεφοκομικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη βρεφοκομία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βρεφοκομικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη βρεφοκομία: Οι βρεφοκομικοί σταθμοί εξυπηρετούν τις εργαζόμενες μητέρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”